κακοηθίζομαι

κακοηθίζομαι
κακοηθίζομαι (Α) [κακοήθης]
1. ενεργώ ή πράττω με κακία, κακοηθεύομαι*
2. υποτιμώ, διαθάλλω, ονειδίζω («τοὺς κακοηθιζομένους τὴν φιλοσοφίαν», Στοβ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κακοηθιζομένους — κακοηθίζομαι ill disposed pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοηθιζοίμεθα — κακοηθίζομαι ill disposed pres opt mp 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοηθισάμενος — κακοηθίζομαι ill disposed aor part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοηθίζεσθαι — κακοηθίζομαι ill disposed pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοηθίζηται — κακοηθίζομαι ill disposed pres subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκακοηθίζετο — κακοηθίζομαι ill disposed imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”